καταστολιζω

καταστολιζω
    καταστολίζω
    κατα-στολίζω
    одевать, наряжать Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταστολιζω" в других словарях:

  • καταστολίζω — (Α καταστολίζω) στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • καταστολίζω — καταστόλισα, καταστολίστηκα, καταστολισμένος, στολίζω κάτι ή κάποιον υπερβολικά: Την καταστόλισε την τραπεζαρία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστολιζόμενον — καταστολίζω clothe pres part mp masc acc sg καταστολίζω clothe pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολίσαντα — καταστολίζω clothe aor part act neut nom/voc/acc pl καταστολίζω clothe aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολίσαντες — καταστολίζω clothe aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταστόλιστος — η, ο [καταστολίζω] ο μη καταστόλιστος, ο μη εντελώς διακοσμημένος …   Dictionary of Greek

  • εκκοσμώ — ἐκκοσμῶ ( έω) (Α) καταστολίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπυκάζω — (AM) 1. κατακαλύπτω, κλείνω μέσα μου, κρύβω μέσα μου 2. κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκάζω «καλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατεπικοσμώ — κατεπικοσμῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού επικοσμώ*) κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κοσμῶ «στολίζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»